ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ
ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

Επιφυλάξεις Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής για άρθρα 1119& 120 που ακυρώνουν απόφάσεις ΣτΕ

Ακόμη και Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής στην έκθεσή της επιφυλάσσεται για το εάν με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις υπάρχει συμμόρφωση στην απόφαση του ΣτΕ, όταν το Ελληνικό Δημόσιο -ακόμη κι αν κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών – δεν έχει αποφασιστική εξουσία στο διορισμό μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΣΥΠ.

Στις παρατηρήσεις επί των άρθρων 119 και 120 σελ 51 – 52 Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής στην έκθεσή της αναφέρει: “Παρατηρείται ότι το ΣτΕ έκρινε ως συνταγµατικώς επιβεβληµένο να γίνεται η άσκηση ελέγχου από το Δηµόσιο επί των εταιρειών ύδρευσης και αποχέτευσης µέσω της αποφασιστικής εξουσίας του στον διορισµό των µελών του Διοικητικού Συµβουλίου της Ε.Ε.ΣΥ.Π., προκειµένου να διασφαλίζονται τα χαρακτηριστικά της δηµόσιας υπηρεσίας στην παροχή των σχετικών υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο. Θα ήταν, ενδεχοµένως, ενδεδειγµένο να αποσαφηνισθεί, στις φερόµενες προς συζήτηση και ψήφιση ρυθµίσεις, αν η κατοχή της απόλυτης πλειοψηφίας των µετοχών από το Δηµόσιο θα έχει ως συνέπεια και την αποφασιστική εξουσία του στον διορισµό των µελών του
Διοικητικού Συµβουλίου της Ε.Ε.ΣΥ.Π.”

1) Σύμφωνα με το άρθρο 192 ν 4389/2016 (το οποίο δεν τροποποιείται με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις), το ΔΣ της ΕΕΣΥΠ διορίζεται με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου.
2) Σχετική η σκέψη 38 της απόφασης του ΣτΕ ( το Ελληνικό Δημόσιο εάν και είναι ο μοναδικός μέτοχος της ΕΕΣΥΠ δεν ασκεί έλεγχο επί του ΔΣ της ΕΕΣΥΠ και δεν πληρούται η συνταγματική προυπόθεση σύμφωνα με την οποία είναι επιβεβλημένος ο έλεγχος των ΕΥΑΘ και ΕΥΔΑΠ από το Ελληνικό Δημόσιο όχι απλά με την άσκηση εποπτείας αλλά και δια του μετοχικού της κεφαλαίου).

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

2.      Επί των άρθρων 119 και 120

Α. Με το άρθρο 119 προστίθεται άρθρο 197Α στον ν. 4389/2016. Στις παρ. 1 και 2 αυτού του νέου άρθρου ορίζονται τα εξής: «1. Οι µετοχές των εταιρειών Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε. και Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε. που µεταβιβάζονται στην εταιρεία δυνάµει της παρ. 1 του άρθρου 197 του παρόντος, είναι αµεταβίβαστες και ακατάσχετες. 2. Οποιαδήποτε απόφαση περί µεταβολής του µετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών Ε.Υ.Δ.Α.Π. και Ε.Υ.Α.Θ. δεν µπορεί να οδηγήσει σε µείωση του ποσοστού συµµετοχής της Ε.Ε.Σ.Υ.Π. στις εταιρείες αυτές και απώλεια της απόλυτης πλειοψηφίας της επί του µετοχικού κεφαλαίου των εν λόγω εταιρειών. Απόφαση που τυχόν επιφέρει τις συνέπειες του προηγούµενου εδαφίου είναι άκυρη και δεν παράγει έννοµα αποτελέσµατα».

Στον τίτλο του άρθρου 119 περιλαµβάνεται η φράση «για τις εταιρείες Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε. και την Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε.», από την οποία πρέπει να διαγραφεί η λέξη «την», τόσο στο κυρίως µέρος του νοµοσχεδίου όσο και στο οικείο σηµείο του πίνακα περιεχοµένων. Περαιτέρω, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του νέου άρθρου, γίνεται αναφορά στην «Ελληνική Εταιρεία Συµµετοχών και Περιουσίας Α.Ε.» (άρθρα 184 επ. του ν. 4389/2016) µε τα αρχικά «Ε.Ε.Σ.Υ.Π.», αντί του ορθού «Ε.Ε.ΣΥ.Π.». Θα ήταν, ενδεχοµένως, ενδεδειγµένο, η αναφορά στην εταιρεία να γίνει εν προκειµένω ως εξής: «της εταιρείας “Ελληνική Εταιρεία Συµµετοχών και Περιουσίας Α.Ε.” (Ε.Ε.ΣΥ.Π.)».

Τα ίδια, ως άνω, αρχικά χρησιµοποιούνται προκειµένου περί της εταιρείας, και στις επόµενες παραγράφους του άρθρου 119 καθώς και στο άρθρο 120 του νοµοσχεδίου, και θα ήταν, ενδεχοµένως, ενδεδειγµένο, όπου αυτά απαντούν, η αναγραφή να είναι «Ε.Ε.ΣΥ.Π.» (αντί του «Ε.Ε.Σ.Υ.Π.»).

Β. Στην αιτιολογική έκθεση επί των άρθρων 119 και 120 αναφέρεται ότι µε τις σχετικές ρυθµίσεις «επιδιώκεται η συµµόρφωση του Ελληνικού Δηµοσίου προς τις υπ’ αριθµ. 190/2022 και 191/2022 αποφάσεις του Συµβουλίου της Επικρατείας (Ολ.)». Αυτές οι αποφάσεις  δέχθηκαν, µεταξύ άλλων, τα εξής: µε την, δυνάµει του ν. 4389/2016, µεταβίβαση από το Δηµόσιο στην Ε.Ε.ΣΥ.Π. Α.Ε. ποσοστού µεγαλύτερου του 50% του µετοχικού κεφαλαίου της Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε. και της Ε.Υ.Α.Θ. ΑΕ., το Ελληνικό Δηµόσιο, ως ο µοναδικός µέτοχος της εν λόγω εταιρείας, δεν είχε την αποφασιστική εξουσία για τον διορισµό των µελών του Διοικητικού Συµβουλίου, κατ’ απόκλιση από πάγια βασική αρχή του δικαίου των ανωνύµων εταιρειών, εποµένως, οι ανωτέρω εταιρείες εξακολουθούν να έχουν το ίδιο αντικείµενο δραστηριότητας, πλην όµως, αφενός µεν εισφέρουν στα κέρδη της Ε.Ε.ΣΥ.Π., προκειµένου να διατεθούν περαιτέρω και για τους σκοπούς της, αφετέρου δε, τελούν, κατά την παροχή των υπηρεσιών τους, υπό την εποπτεία, αλλά όχι και υπό τον έλεγχο του Ελληνικού Δηµοσίου, ο οποίος είναι συνταγµατικώς επιβεβληµένος, βάσει των άρθρων 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγµατος, δεδοµένου ότι, σύµφωνα µε προηγούµενη νοµολογία του Δικαστηρίου, «η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Τούτο ισχύει και προκειµένου περί των υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως, τις οποίες δύναται να παρέχει µια δηµόσια επιχείρηση που λειτουργεί υπό νοµικό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου ως ανώνυµη εταιρεία. Ο χαρακτήρας, όµως, της δηµοσίας επιχειρήσεως αναιρείται στην περίπτωση της αποξενώσεως του Ελληνικού Δηµοσίου από τον έλεγχο της ανωνύµου εταιρείας δια του µετοχικού κεφαλαίου, ήτοι της αποξενώσεώς του από εκείνο το ποσοστό των µετοχών (µεγαλύτερο του 50% σύµφωνα µε τις διατάξεις της νοµοθεσίας και το καταστατικό) που εξασφαλίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώµατα και τη δυνατότητα εκλογής, από τη Γενική Συνέλευση των µετόχων, της πλειοψηφίας των µελών του Διοικητικού Συµβουλίου, το οποίο είναι το ανώτατο διοικητικό όργανο της εταιρείας που διαµορφώνει τη στρατηγική και πολιτική της ανάπτυξής της και διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία της. Στην περίπτωση αυτή η δηµόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται όχι µόνον τύποις, δια της υπαγωγής της στις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου που διέπουν τις ανώνυµες εταιρείες, αλλά και κατ’ ουσίαν, µετατρεπόµενη σε ιδιωτική επιχείρηση, διότι παρέχεται σε ιδιώτες επενδυτές η νοµική δυνατότητα συγκεντρώσεως του ποσοστού του µετοχικού κεφαλαίου που εξασφαλίζει τον ιδιοκτησιακό έλεγχο και την εκλογή της πλειοψηφίας των µελών του Διοικητικού Συµβουλίου της εταιρείας. Η δε κατ’ ουσίαν µετατροπή της δηµοσίας επιχειρήσεως σε ιδιωτική, που λειτουργεί µε γνώµονα το κέρδος, καθιστά αβέβαιη τη συνέχεια της εκ µέρους της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας, και δη υψηλής ποιότητας, η οποία δεν εξασφαλίζεται πλήρως µε την κρατική εποπτεία. (…) Συνίστανται δε οι υπηρεσίες αυτές στην ύδρευση και στην αποχέτευση που είναι αναγκαίες για την υγιεινή διαβίωση και, ιδίως, στην παροχή του πόσιµου ύδατος, φυσικού αγαθού απαραίτητου για την επιβίωση που καθίσταται σπανιότερο συν τω χρόνω. Αβεβαιότητα ως προς τη συνέχεια της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας µε αυτόν τον βαθµό αναγκαιότητας δεν συγχωρείται από το άρθρο 5 του Συντάγµατος, ειδικότερα δε από τη διάταξη της παραγράφου 5 που προσετέθη µε το από 6.4.2001 Ψήφισµα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής και κατοχυρώνει το δικαίωµα στην προστασία της υγείας, καθώς και από το άρθρο 21 παρ. 3 που ορίζει ότι το Κράτος µεριµνά για την υγεία των πολιτών» (ΣτΕ 1906/2014).

Περαιτέρω, σύµφωνα µε την αιτιολογική έκθεση επί των εν θέµατι άρθρων του παρόντος νοµοσχεδίου, «[η] υιοθέτηση εκ µέρους των ως άνω αποφάσεων του συγκεκριµένου τρόπου ελέγχου εκ µέρους του κράτους των ως άνω εταιρειών, δεν θα µπορούσε να αποτελέσει εµπόδιο για το νοµοθέτη στο να επιλέξει ένα διαφορετικό τρόπο ελέγχου (…) υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος αυτός ελέγχου διασφαλίζει στον ίδιο βαθµό (…) την παροχή προς το κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης µε τα ίδια ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία επιβάλουν οι προαναφερόµενες συνταγµατικές διατάξεις. Διαφορετική εκδοχή θα προσέκρουε στην αρχή διακρίσεως των λειτουργιών, δοθέντος ότι ο νοµοθέτης θα στερούνταν από τη δυνατότητα ουσιαστικής επιλογής νοµοθετικών λύσεων, των οποίων τη νοµιµότητα, αυτονόητα, αρµόδια να κρίνει τελικά είναι η δικαστική εξουσία. Τούτο ισχύει και στις περιπτώσεις των εταιρειών Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε. και Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε., όπου η σύσταση της Ε.Ε.Σ.Υ.Π. και η µεταβίβαση προς αυτήν εκ µέρους του Δηµοσίου της πλειοψηφίας των µετοχών των εταιρειών που αυτό διατηρούσε στην ιδιοκτησία του µε σκοπό την ιδιωτικοποίησή τους, αποτελεί διεθνή υποχρέωση της χώρας νοµοθετικά θεσµοθετηµένη µε τις διατάξεις των ν. 4336/2015 (παρ. Γ , περ. 4, υποπερ. 4.4.) και 4389/2016 (άρθρα 184 και επ.) από την οποία (υποχρέωση) δεν µπορεί να υπαναχωρήσει µονοµερώς».

Παρατηρείται ότι το ΣτΕ έκρινε ως συνταγµατικώς επιβεβληµένο να γίνεται η άσκηση ελέγχου από το Δηµόσιο επί των εταιρειών ύδρευσης και αποχέτευσης µέσω της αποφασιστικής εξουσίας του στον διορισµό των µελών του Διοικητικού Συµβουλίου της Ε.Ε.ΣΥ.Π., προκειµένου να διασφαλίζονται τα χαρακτηριστικά της δηµόσιας υπηρεσίας στην παροχή των σχετικών υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο. Θα ήταν, ενδεχοµένως, ενδεδειγµένο να αποσαφηνισθεί, στις φερόµενες προς συζήτηση και ψήφιση ρυθµίσεις, αν η κατοχή της απόλυτης πλειοψηφίας των µετοχών από το Δηµόσιο θα έχει ως συνέπεια και την αποφασιστική εξουσία του στον διορισµό των µελών του Διοικητικού Συµβουλίου της Ε.Ε.ΣΥ.Π.

Σχετικά άρθρα